μυροπωλείο

μυροπωλείο
το (Α μυροπωλεῑον και μυροπώλιον) [μυροπώλης]
κατάστημα όπου πωλούνται μύρα, αρώματα, αρωματοπωλείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυροπωλείο — το το κατάστημα όπου πουλούν αρώματα και καλλυντικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυρεψικός — ή, ὁ (ΑΜ μυρεψικός, ή, όν) [μυρεψός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού μυρεψού, η μυρεψία 3. αρωματικός …   Dictionary of Greek

  • μυροπώλιον — το (Α μυροπώλιον) [μυροπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται μύρα, αρώματα, το μυροπωλείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”